- μεθέλκω
- μεθέλκω (ΑM Α και μεθελκύω)1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτιμσν.1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ῥόδον τε τὴν ὄσφρησιν μεθέλκει (ενν. τὸ πρόσωπον τῆς κόρης)», Διγεν.)2. (σχετικά με σχοινί ή χορδή) χαλαρώνωαρχ.1. τέρπω, διασκεδάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἕλκω (πρβλ. παρ-έλκω, προσ-έλκω)].
Dictionary of Greek. 2013.